- περιέλασις
- -άσεως, ἡ, Α [περιελαύνω]1. το να μετακινείται κανείς επάνω σε αμάξι («κάθηται ἐν τῇ ἁμάξῃ... διὰ τὰς μεταστάσιας καὶ τὰς περιελάσιας», Ηρόδ.)2. το να εκτοξεύει κανείς ολόγυρα κάτι3. δρόμος κατάλληλος για μετακίνηση με αμάξι, λεωφόρος.
Dictionary of Greek. 2013.